Ας θυμηθούμε ένα από τα πλέον δυσάρεστα για την Ελλάδα οικονομικά γεγονότα του 2009: Πέρυσι, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα ήταν η δεύτερη κατά σειρά χώρα παγκοσμίως με το μεγαλύτερο έλλειμμα. Πρώτη, ήταν, ως γνωστόν, η Ισλανδία.
Αυτό που πολλοί τείνουν να ξεχάσουν είναι ότι τρίτη, στη σειρά κατάταξης ήταν η Βρετανία, με έλλειμμα της τάξης του 12,6% του ΑΕΠ. Τα οικονομικά αυτά στοιχεία ανακαλούνται εν τούτοις στη μνήμη, καθώς ανακοινώθηκε επισήμως προχθές ότι στη Βρετανία ο δημόσιος δανεισμός έφτασε τον Ιανουάριο τα 4,3 δισεκατομμύρια στερλίνες με τη συνοδό επισήμανση:
Είναι η πρώτη φορά που, από το 1993 ως σήμερα, η βρετανική κυβέρνηση αναγκάζεται να δανειστεί χρήματα κατά το μήνα Ιανουάριο.
Εννοείται δε, ότι το αγγλικό νόμισμα έχει πέσει πολύ έναντι του ευρώ και του δολαρίου, εν τούτοις οι βρετανικές εξαγωγές είναι οι χαμηλότερες της τελευταίας τριετίας, την ώρα που οι Βρετανοί βιομήχανοι παραπονούνται για την υψηλή φορολογία.
Απορίας άξιον είναι για ποιο λόγο οι Βρετανοί αδυνατούν να κατανοήσουν το λόγο για τον οποίον «οι ξένοι» δεν αγοράζουν βρετανικά προϊόντα.
Μπορεί η συναλλαγματική ισοτιμία της στερλίνας να βοηθάει την κατάσταση των βρετανών εξαγωγέων, αλλά μόνο τύποις:
Η οικονομική κρίση είναι διεθνής πονοκέφαλος κι όχι μόνο βρετανικός. Οι λαοί μαθαίνουν τώρα να καταναλώνουν λιγότερο.
Φυσικά, η καταφανής χειροτέρευση της βρετανικής οικονομίας έχει και σαφείς επιπτώσεις στην πολιτική κατάσταση της χώρας.
Εν όψει των εκλογών του Μαΐου (ενδεχομένως στις 6), ξεκινώντας από την αντιπολίτευση, οι Τόρις δεν χάνουν την ευκαιρία να βάλλουν κατά του κυβερνητικού οικονομικού μοντέλου, υποστηρίζοντας ότι η χώρα δεν μπορεί να λειτουργεί με δύο συνεχείς αντιφατικές μεταξύ τους τακτικές: Την κατανάλωση και συγχρόνως το δανεισμό.
Η Συντηρητική γραμμή των Τόρις ως προς τα οικονομικά, δόθηκε από το σκιώδη υπουργό Οικονομικών Κεν Κλαρκ, που δήλωσε ότι «η επόμενη νέα οικονομική εποχή της χώρας πρέπει να χαρακτηρίζεται από τις δημόσιες επενδύσεις».
Πέραν όμως των δημοσίων αντεγκλήσεων μεταξύ των δύο κυριότερων βρετανικών κομμάτων, η αλήθεια είναι ότι για πρώτη φορά στη σύγχρονη κοινωνική ιστορία της Βρετανίας, βαραίνει τόσο πολύ ο οικονομικός παράγοντας στην αναζήτηση διασφάλισης της πολιτικής σταθερότητας. Ο Εργατικός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν, μιλώντας χθες στο Σίτι, και καθιστώντας σαφές ότι θα ανακοινώσει τον προϋπολογισμό στις 24 Μαρτίου, δύο εβδομάδες προτού η Βασίλισσα διαλύσει τη Βουλή για να προκηρυχθούν εκλογές, πετάει το μπαλάκι στο λαό.
Ζητεί ουσιαστικά την επίσπευση των εκλογών ώστε ο λαός να αποφασίσει τη νομιμοποίηση των μέτρων που προτίθεται να λάβει ή την απόρριψή τους με μια δική του ήττα και το πέρασμα της εξουσίας στον Ντέιβιντ Κάμερον.
Ως προς τη δεύτερη πιθανότητα, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Ενώ μέχρι πριν από είκοσι μέρες οι δημοσκοπήσεις παρουσίαζαν τους Εργατικούς να χάνουν από τους Συντηρητικούς ακόμα και με 18 μονάδες διαφορά, τώρα η διαφορά έχει πέσει στο… 2% και η συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών μιλούν για μια μάχη στήθος με στήθος, διαπίστωση που ενισχύει την άποψη ότι η δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει οικονομικά η χώρα προβληματίζει το λαό που βλέπει ότι, είτε με τη μία είτε με την άλλη κυβέρνηση, τα οικονομικά μέτρα δεν θα είναι ευχάριστα.
Ήδη, οι επενδυτές, εν όψει των εκλογών, προβλέπουν ως Κασσάνδρες πιστοληπτική υποβάθμιση της χώρας τους, θεωρώντας ότι, βάσει των δημοσκοπήσεων, κανένα κόμμα δεν θα είναι αυτοδύναμο, ακόμα κι αν οι Εργατικοί ξαναέρθουν πρώτοι στην εκλογική προτίμηση.
Εξαιτίας αυτής της ισχυρής πιθανότητας, η λίρα έχει ήδη πέσει πολύ, ενδεικτικό της ανασφάλειας που επικρατεί στο Σίτι.
Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι στη βρετανική πολιτική νοοτροπία, η έννοια της κυβέρνησης συνασπισμού -με στόχο την από κοινού αντιμετώπιση του ελλείμματος- είναι ανύπαρκτη.
Η πολιτική ιστορία της χώρας δείχνει ότι στη δεκαετία του 1970 η κυβέρνηση, για κάθε της νομοσχέδιο, προκειμένου αυτό να εγκριθεί, χρειαζόταν τη στήριξη των μικρών κομμάτων για να περάσει ένας νόμος.
Υπό το παρόν εκλογικό σύστημα, οι Τόρις χρειάζονται 10 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά από τους Εργατικούς για να κερδίσουν νίκη και αυτοδυναμία.
Από την πλευρά του, ο ηγέτης των Φιλελευθέρων Δημοκρατών της χώρας, σε ρόλο ρυθμιστή των εξελίξεων, δήλωσε ότι θα ανακοίνωνε λίαν συντόμως «τέσσερα βήματα προς στη δικαιοσύνη», ως βάση διαπραγμάτευσης με το όποιο κόμμα νικήσει χωρίς αυτοδυναμία στις εκλογές προκειμένου να το στηρίξει.
Σε συνέντευξή του στην Ιντιπέντεντ, υποστήριξε ότι προτείνει την επαναπληρωμή για να μειωθεί το έλλειμμα και να ηρεμήσει για λίγο η ανήσυχη βρετανική αγορά.
Για όλα αυτά, οι Τάιμς του Λονδίνου έχουν τη δική τους άποψη:
Στο βασικό άρθρο της Πέμπτης τόνισαν ότι ο πρωθυπουργός Μπράουν επιχείρησε να τρομάξει το λαό πληροφορώντας τον ότι «μόνο μέσα στο εξάμηνο του 2008 εξαφανίστηκαν τέσσερα χρόνια οικονομικής ανάπτυξης» και θύμισαν στους αναγνώστες ότι συνέβη το «ιστορικό» γεγονός «της κρατικοποίησης από το Μπράουν μιας κατασκευαστικής εταιρείας ενώ χρειάστηκαν 50 δισ. λίρες για να αγοράσει το κράτος δύο από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως τράπεζες».
Και η εφημερίδα καταλήγει, εξαίροντας το κουράγιο του πρωθυπουργού, διερωτάται όμως, αφού, ούτε αυτές οι κρατικοποιήσεις δεν έσωσαν την οικονομία και η ύφεση είναι μεγάλη πώς θα μπορέσει τώρα η κυβέρνηση να περικόψει τις δαπάνες και το έλλειμμα.
Κυριακή 14 Μαρτίου 2010
Σε αναζήτηση καινούριων οικονομικών μοντέλων
Libellés :
Tης ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου