Αποτελεί παράδοση της συντηρητικής διακυβέρνησης του τόπου να αναδεικνύει γενναίους δικαστικούς λειτουργούς που διασώζουν το κύρος της Δικαιοσύνης. Από τον Σαρτζετάκη μέχρι τον Ηλία Κολιούση, την Ελένη Σπυροπούλου αλλά και τον Γεώργιο Ζορμπά η ελληνική Δεξιά βρίσκει συχνά απέναντί της δικαστές ή εισαγγελείς που τιμούν τον όρκο τους και αρνούνται να συμμορφωθούν στις υποδείξεις είτε των διορισμένων προϊσταμένων τους είτε της πολιτικής ηγεσίας.
Η κυβέρνηση Καραμανλή τήρησε πιστά την παράδοση. Μόνο σ’ αυτό τον τομέα είχε πρόγραμμα και σχέδιο. Αρχικά, σε εποχές άγριας λιτότητας για όλους τους εργαζομένους, ενέκρινε κολοσσιαίες αυξήσεις, και μάλιστα αναδρομικά στους δικαστές για να τους εξαγοράσει. Όταν η ιδιότυπη αυτή δωροδοκία δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα, επενέβη απροκάλυπτα στη λειτουργία της Δικαιοσύνης καταργώντας τις δημοκρατικές διαδικασίες με τις οποίες δικαστές και εισαγγελείς εξέλεγαν τους προϊσταμένους τους.
Στη συνέχεια, αψηφώντας προκλητικά το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δημιούργησε έναν κλοιό ασφαλείας γύρω από τα γαλάζια στελέχη που εμπλέκονταν σε καραμπινάτα σκάνδαλα. Η αντιπολίτευση είχε επισημάνει κάποιες σατανικές… συμπτώσεις σε χειρισμούς υποθέσεων που είχαν συγκλονίσει την κοινή γνώμη. Όσες είχαν πολιτικό ενδιαφέρον δίνονταν σε μια μικρή ομάδα λειτουργών και από εκεί σχεδόν όλες κατέληγαν στο αρχείο. Το άκρον άωτον τoυ γαλάζιου θράσους ήταν ότι ο πρωθυπουργός ισχυριζόταν ανερυθρίαστα ότι εκείνος (εν αντιθέσει, προφανώς, με τους προκατόχους του) στέλνει τα σκάνδαλα στον εισαγγελέα!
Θυμίζουμε εντελώς πρόχειρα τα πενιχρά αποτελέσματα των δικαστικών ερευνών:
Για την υπόθεση των υποκλοπών κανείς δεν έμαθε τι ακριβώς έγινε.
Για τις απαγωγές των Πακιστανών πληροφορηθήκαμε ότι επρόκειτο για το… εθνικό τους σπορ, κάτι σαν το… χόκεϊ.
Για την απόπειρα δωροδοκίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού η δίκη των «κουμπάρων» πάει από αναβολή σε αναβολή.
Για τα δομημένα ομόλογα οι ευθύνες αναζητήθηκαν σε «ανίδεους διοικητές ταμείων και άπληστους χρηματιστές».
Για τις μίζες της Siemens η έρευνα σέρνεται εστιασμένη αποκλειστικά στην προ του 2004 περίοδο.
Για την καταγγελία για λάδωμα του συνεργάτη του υπουργού Αιγαίου η δικογραφία, αντί να πάει στη Βουλή, επεστράφη στον αρμόδιο εισαγγελέα για… περαιτέρω έρευνα.
Αυτά προσφέρθηκαν σαν ορντέβρ. Το κυρίως πιάτο ήταν το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, που σερβιρίστηκε γαρνιρισμένο με ακόμη περισσότερο κουτόχορτο.
Η απροθυμία για ουσιαστική έρευνα φάνηκε από την αρχή. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, που για μία ακόμη φορά αναδείχθηκε «Σανιδάς» σωτηρίας της κυβέρνησης, γνωμάτευσε αντιδικονομικά ότι οι υπουργοί που υπέγραψαν τις επίμαχες αποφάσεις «παραπλανήθηκαν». Κατά το νόμο, η μόνη αρμόδια να κρίνει τις ευθύνες υπουργών είναι η Βουλή. Κανένας άλλος!
Οι εισαγγελείς που ερευνούσαν την υπόθεση «έπεσαν» πάνω σε ονόματα συγκεκριμένων πολιτικών. Σ’ αυτή την περίπτωση η πρόβλεψη του Συντάγματος και του νόμου είναι σαφέστατη: η δικογραφία πρέπει να αποσταλεί στη Βουλή «αμελλητί και χωρίς αξιολόγηση». Δηλαδή χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να εκφέρει γνώμη για τη σοβαρότητα της υπόθεσης ο εισαγγελέας.
Από εδώ άρχισαν τα δύσκολα. Για την «αθωότητα» των εμπλεκόμενων υπουργών είχε ήδη αποφανθεί ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου – άρα πάει περίπατο το «χωρίς αξιολόγηση». Δεν απέμενε παρά να πάει περίπατο και το «αμελλητί».
Ο προϊστάμενος της εισαγγελίας εφετών κ. Καρούτσος ζήτησε από τους δύο εισαγγελείς να του αποστείλουν τη δικογραφία. Τυπικά, έχει το δικαίωμα. Μόνο που έως τώρα οι προκάτοχοί του αρκούνταν να ενημερώνονται προφορικά και αποκλειστικά επί της διαδικασίας. Τα ανακλαστικά του νομικού κόσμου αλλά και της αντιπολίτευσης ενεργοποιήθηκαν. Όλοι μίλησαν για επέμβαση στο ανακριτικό έργο και, στην καλύτερη περίπτωση, για σκόπιμη καθυστέρηση. Ο πολιτικός στόχος της κωλυσιεργίας είναι προφανής: αν καθυστερούσε μερικούς ακόμη μήνες η διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή και στο μεταξύ προκηρύσσονταν εκλογές, τα αδικήματα θα παραγράφονταν.
Καλώς ή κακώς η κορυφή της ελληνικής Δικαιοσύνης ακολουθούσε για μία ακόμη φορά διαδικασίες που εξυπηρετούσαν τις άνομες επιδιώξεις μιας κυβέρνησης που κλυδωνίζεται από σκάνδαλα. Και για μία ακόμη φορά ο πρωθυπουργός της «μηδενικής ανοχής στη διαφθορά» παρακολουθούσε τις εξελίξεις, εγκρίνοντάς τις διά της ανοχής του.
Κάποιες χλιαρές επίσημες «διευκρινίσεις» δεν διέλυσαν τις αμφιβολίες και ήρθε η πλήρης δικαίωση των καχύποπτων: ο κ. Καρούτσος διόρισε και τρίτο εισαγγελέα, για να επιταχυνθεί η έρευνα, όπως ειπώθηκε επισήμως. Η δικαιολογία ήταν τόσο διάτρητη, ώστε οι δύο εισαγγελείς, σεβόμενοι το επιστημονικό τους κύρος και την προσωπική τους αξιοπρέπεια, υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους!
Η εκ των υστέρων ναυαγοσωστική παρέμβαση του κ. Καραμανλή απομυθοποιεί τελείως το ήδη ραγισμένο προφίλ του και βέβαια δεν τιμά τη Δικαιοσύνη. Δεν ξανακούστηκε πρωθυπουργός ευρωπαϊκής χώρας να δίνει εντολές σε προϊστάμενο εισαγγελίας. Μέχρι τώρα είχαμε συμβολαιογράφους που δεν ξέρουν να… ερμηνεύσουν τον Κώδικα Δεοντολογίας τους. Τώρα αποκτήσαμε και ανώτερους εισαγγελικούς λειτουργούς που χρειάζονται… οδηγίες για να κάνουν τη δουλειά τους.
Εξάλλου, ζητώντας να μη γίνουν δεκτές οι παραιτήσεις των αξιοπρεπών εισαγγελέων, αντιφάσκει με τον εαυτό του. Θα ήταν συνεπής αν είχε ζητήσει ταυτόχρονα και τις παραιτήσεις εκείνων που τους οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση.
Είναι απλό: όσο δεν λειτουργεί αληθινά ανεξάρτητα η Δικαιοσύνη, δεν υπάρχει Δημοκρατία. Υπάρχει το αντίθετό της: Νέα… Δημοκρατία.
Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου