Στην αντιμετώπιση του προβλήματος της ανδρικής υπογονιμότητας, με σπερματοζωάρια, που θα δημιουργούνται από βλαστοκύτταρα, στοχεύουν τα πειράματα που πραγματοποιούνται με επιτυχία από τις αρχές της δεκαετίας, στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και σε ερευνητικά κέντρα της Κίνας.
Το 2003, για πρώτη φορά, επιτεύχθηκε διαφοροποίηση των εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων σε άρρενα γεννητικά κύτταρα in vitro, ενώ το 2006 σπερματοζωάρια από εμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα πέτυχαν μικρογονιμοποίηση και τελική ανάπτυξη εμβρύου σε ποντίκια. Εξάλλου, το 2006 για πρώτη φορά αποδείχθηκε σε ποντικούς, η διαφοροποίηση βλαστικών κυττάρων του μυελού των οστών σε άρρενα γεννητικά κύτταρα και το 2007 ανακοινώθηκαν αντίστοιχα ευρήματα και σε άνδρες.
Προς το παρόν, όμως, τα βλαστικά κύτταρα δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της υπογονιμότητας, όπως επισήμανε ο καθηγητής ενδοκρινολογίας - ενδοκρινολογίας αναπαραγωγής, Ιωάννης Παπαδήμας, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με την ευκαιρία του επιστημονικού συμποσίου "Ενδοκρινολογία αναπαραγωγής: Θέματα αιχμής στη γυναίκα και τον άνδρα", που οργανώνεται για τις 12 και 13 Ιουνίου, στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδήμα, τα πειράματα στοχεύουν στην παραγωγή σπέρματος με τη μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων στους όρχεις ανδρών, που έχουν αζωοσπερμία, προκειμένου να μπορέσουν να παράξουν σπέρμα και κατά συνέπεια να μπορέσουν να τεκνοποιήσουν.
Βήματα μπροστά στη μέθοδο διάγνωσης
Μία νέα εργαστηριακή μέθοδος, που εφαρμόζεται στο Νοσοκομείο "Παπαγεωργίου" της Θεσσαλονίκης, η μέθοδος του κατακερματισμού του DNA αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τη διάγνωση της ανδρικής υπογονιμότητας.
"Στην αλυσίδα του DNA δημιουργούνται θραύσματα, τα οποία, όταν ο οργανισμός δεν μπορεί να τα διορθώσει, παραμένουν στα σπερματοζωάρια και μειώνουν την γονιμοποιητική ικανότητα. Με το τεστ κατακερματισμού του DNA, που είναι απλό, γίνεται ειδική επεξεργασία του σπέρματος και με φθορίζουσες μεθόδους ελέγχονται τα θραύσματα. Αν το σπέρμα έχει πολλά θραύσματα, τότε οι πιθανότητες γονιμοποίησης είναι μικρές", επισήμανε ο κ. Παπαδήμας.
Η διαγνωστική μελέτη του υπογόνιμου άνδρα, για να θεωρείται ολοκληρωμένη, δεν θα πρέπει να βασίζεται μόνο στο σπερμοδιάγραμμα, αλλά να περιλαμβάνει επίσης τη λήψη ιστορικού, την κλινική εξέταση και τον πλήρη εργαστηριακό έλεγχο. Η εισαγωγή μεθόδων, όπως η βιοψία των όρχεων με λεπτή βελόνη, έχει αλλάξει σημαντικά τη διαγνωστική προσέγγιση της ανδρικής υπογονιμότητας. Η σύγχρονη εργαστηριακή προσέγγιση περιλαμβάνει σειρά σπερμοδιαγραμμάτων, τον υπερηχογραφικό έλεγχο, το βασικό ορμονικό έλεγχο, τον ειδικό ορμονικό έλεγχο, τη βιοψία όρχεων και το γενετικό έλεγχο.
Αποτέλεσμα πολλών παραγόντων
Η υπογονιμότητα είναι συχνό πρόβλημα, καθώς ταλανίζει ποσοστό περίπου 17% των ζευγαριών και στην Ελλάδα αφορά περίπου 200.000 ζευγάρια. Σε περίπου 30% των περιπτώσεων το πρόβλημα εντοπίζεται αποκλειστικά, ή κατά κύριο λόγο, στον άνδρα, σε 40% στη γυναίκα, ενώ σε 30% οφείλεται σε μικτά αίτια. Ως εκ τούτου, η πιθανότητα συνύπαρξης παραγόντων υπογονιμότητας στον άνδρα και τη γυναίκα είναι πολύ μεγάλη. Για το λόγο αυτό, το ζευγάρι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ενιαία μονάδα.
Συχνό αίτιο υπογονιμότητας στη γυναίκα αποτελούν οι διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας. Στον άνδρα, αντίστοιχα αίτια είναι η ιδιοπαθής ανεπάρκεια του σπερματικού επιθηλίου, η κιρσοκήλη και οι λοιμώξεις των επικουρικών γεννητικών αδένων, όπως αυτές του προστάτη και των σπερματοδόχων κύστεων.
"Η ηλικία της γυναίκας, η παχυσαρκία, το κάπνισμα και οι καταχρήσεις ουσιών επηρεάζουν τη γονιμότητα", ανέφερε ο καθηγητής μαιευτικής-γυναικολογίας και ανθρώπινης αναπαραγωγής στο ΑΠΘ, Βασίλειος Ταρλατζής. Εκτός, όμως, από αυτούς τους παράγοντες επηρεάζουν την αναπαραγωγική ικανότητα και οι ενδοκρινικοί διαταράκτες.
Τέτοιοι, όπως ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής ενδοκρινολογίας αναπαραγωγής, Δημήτριος Γουλής, είναι: Η συνεχής επαγγελματική έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίας, σε ιονίζουσα ακτινοβολία, σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, σε χημικές ουσίες, όπως εντομοκτόνα και βαρέα μέταλλα, και η πρόσληψη οιστρογόνων από τροφές, που καταναλώνονται.
Η πιθανή σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και υπογονιμότητας έχει λάβει, κατά καιρούς, μεγάλη δημοσιότητα. Όσο υπάρχουν ενδείξεις, αλλά όχι ακόμη αποδείξεις, για σειρά από παράγοντες του περιβάλλοντος, καλό θα είναι η έκθεση σε αυτούς να αποφεύγεται, στο μέτρο του δυνατού.
Σε μια μετα-ανάλυση, που έγινε στη Σκανδιναβία, συγκεντρώθηκαν 61 δημοσιεύσεις, σχετικά με την ποιότητα του σπέρματος, που κάλυπταν το χρονικό διάστημα 1938-1990. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ελάττωση της ποιότητας του σπέρματος, κατά τα τελευταία 50 έτη και διατύπωσαν την άποψη, ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες ευθύνονται γι’ αυτό το φαινόμενο.
Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου