ποιος ακούει ότι η μια μόνη καμπάνα δεν ακούει παρά έναν ήχο

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

The sound Of Silence

Τα πράγματα κινούνται σε κύκλους. Που συνέχεια ανοίγουν και κλείνουν. Ποτέ δεν ξέρεις σε ποιο σημείο του κύκλου βρισκόμαστε... ούτε τι είναι αληθινό και τι δεν είναι...
Γύρω στις πέντε το απόγευμα της Δευτέρας 28 Ιουνίου, καθόμουν στο κρεβάτι μου ακουμπώντας στο προσκέφαλο και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρό μου τα χρυσά σύννεφα μακριά στον ορίζοντα, χωρίς σκέψεις και χωρίς επιθυμίες. Κάθε τόσο άναβα και ένα τσιγάρο. Μερικές φορές έστριβα και ένα. Τον τελευταίο καιρό μαθαίνω να στρίβω τσιγάρα. Δεν θέλω να μάθω να το κάνω γρήγορα. Όσο πιο πολύ καθυστερώ να το στρίψω, τόσο το καλύτερο. Αυτό σημαίνει ότι το επόμενο τσιγάρο θα αργήσει λίγο περισσότερο. Η τέχνη της καθυστέρησης είναι μια πολύ μεγάλη τέχνη.

Το προηγούμενο βράδυ είχε ξεσπάσει μια καταιγίδα, από κάποια στιγμή το απόγευμα που κράτησε μέχρι αργά το βράδυ. Κάποιες στιγμές στη διάρκειά της πήγαινα στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα και κοίταζα έξω τη βροχή που έπεφτε και τις αστραπές και τους κεραυνούς που ο ήχος τους έφτανε εκκωφαντικός μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Ο Ρες στεκόταν κι αυτός δίπλα μου κοιτάζοντας κι αυτός το φαινόμενο. Αν και περίεργο για σκύλο, ο Ρες δεν φοβάται ούτε τους κεραυνούς ούτε τον ήχο τους. Τελείως αντίθετα από τον προηγούμενο λυκόσκυλο που είχα, τον καταπληκτικό τζέντλεμαν Τέρκα. Ο Τέρκα έτρεμε κυριολεκτικά με τους κεραυνούς, ακόμα και με τα βεγγαλικά το Πάσχα. Κάθε διάδοχη κατάσταση είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Ο Τέρκα φοβόταν τους κεραυνούς, ο Ρες δεν τους φοβάται. Ο Τέρκα γαύγιζε κάθε φορά που έφευγα ή ερχόμουν και πήγαινε πάνω κάτω. Ο Ρες κάθε φορά που βλέπει να φεύγω ή να έρχομαι δεν κάνει τίποτα. Απλώς με κοιτάζει. Όταν φεύγω σηκώνει πάντα το ένα μπροστινό του πόδι, σαν να με χαιρετάει. Κάθε φορά που έλειπα, ο Τέρκα γνώριζε πότε γύριζα. Ο Ρες δεν ξέρει, ούτε πότε έρχομαι ούτε πότε φεύγω. Πιθανόν να αναπτύξει και αυτός αυτήν την αίσθηση κάποια στιγμή, αν η παρέα μας κρατήσει. Ποτέ δεν ξέρεις πότε και για ποιο λόγο, μπορεί να διακοπεί μια γνωριμία. Ποτέ δεν ξέρεις. Οι απότομες στροφές δεν προειδοποιούν. Έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις. Αλλιώς δεν θα ήταν απότομες. Ο Ρες έχει μεγάλη αντίληψη που κάθε μέρα γίνεται οξύτερη. Με τον Τέρκα μείναμε μαζί δέκα χρόνια. Με τον Ρες σε δυο μήνες θα συμπληρώσουμε δυο χρόνια. Αν προλάβουμε. Ποτέ δεν ξέρεις..

Εκείνο το βράδυ με τους κεραυνούς έκανα μια εκτίμηση, για κάτι που συμβαίνει αυτό τον καιρό. Το πρόβλημα που έχω είναι πως δεν ξέρω καν αν τα στοιχεία που έχω είναι αληθινά ή ψεύτικα. Οπότε η ψυχολογική εκτίμηση που έκανα μπορεί να ήταν σωστή μπορεί και λάθος. Ο καιρός θα δείξει. Πρέπει να βλέπω πίσω από τα λόγια. Το κακό με τα λόγια είναι ότι δεν κοστίζουν. Και εκείνο το απόγευμα της Δευτέρας με βάση αυτήν την εκτίμηση μπήκα για κάποια ώρα στη διάσταση της μοναχικότητάς μου. Χωρίς επιθυμίες και χωρίς ανάγκες. Εκεί που δεν υπάρχουν ούτε αλήθειες, ούτε ψέματα. Τα μάτια μου κοίταζαν τη σπασμένη χρυσή χορδή της ψυχής μου που κρεμόταν από τα σύννεφα. Φαινόταν να έχει ησυχάσει και τώρα έκανε αργές μεγάλες ταλαντώσεις διαπερνώντας τα σύννεφα και το γαλάζιο του ουρανού από πάνω. Και έτσι βρέθηκα στο θαυμαστό πεδίο της αυτάρκειας, έως τις έξη παρά δέκα. Αν και λίγος ο χρόνος που είχα, αποδείχτηκε αρκετός.

Εκείνο το πρωί της Δευτέρας, όταν ο Ρες ήρθε να με ξυπνήσει για να τον πάω βόλτα, κοίταξα και πάλι το ρολόϊ μου. Ήταν δέκα και ένα λεπτό. Εδώ και δέκα μέρες δεν ξυπνάω από τα χαράματα, όπως συμβαίνει τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξυπνάω ανάμεσα στις οκτώ και στις δέκα. Μια μέρα που κοιμήθηκα όταν ξημέρωνε πια ξύπνησα στις έντεκα. Είχα ξεχάσει και τα ραντεβού που είχα. Φάνηκα ασυνεπής και αυτό δεν μου άρεσε. Εδώ και δέκα μέρες έσπασε μια από τις χορδές της ψυχής μου και αισθάνθηκα τον κραδασμό. Και η φυσική κούραση ξεπέρασε το όριό μου. Εδώ και πέντε μήνες και πέντε μέρες κοιμάμαι δυο, τρεις, το πολύ τέσσερις ώρες κάθε βράδυ. Τρώω ελάχιστα. Το σώμα μου χρειάζεται ελάχιστη τροφή και επιπλέον πρέπει να το κουράζω πολύ φυσικά, για να φτάσει εκεί που θέλει.. Το σώμα μου χρειαζόταν ένα φυσικό άγγιγμα για να ξεπεράσει την κούρασή του. Ήταν το μόνο που ζήτησα για πέντε μήνες και πέντε μέρες.. Πολύ σπάνια ζητάω κάτι, γιατί σπάνια χρειάζομαι κάτι. Έναν καφέ, ένα ποτήρι νερό, ή ένα άγγιγμα. Άλλες φορές το έχω άλλες όχι. Αλλά αυτό αποτελεί και το κριτήριό μου. Το άγγιγμα που ζήτησα αυτή τη φορά δεν το είχα και η χορδή έσπασε. Δεν ξέρω πόσο μεγάλη είναι η ζημιά. Τις πρώτες μέρες η χορδή εκινείτο βίαια και ανεξέλεγκτα και χτυπούσε το σώμα μου σε τυχαία σημείο, σαν ένα σπασμένο καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος, κουράζοντας ακόμη περισσότερο το σώμα μου με κάθε χτύπημα, αλλά κυρίως κουράζοντας το μυαλό μου και τη δυνατότητα να κρίνω και να διακρίνω καθαρά. Γίνομαι ευάλωτος και κινδυνεύω. Όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει, όταν κάποια χορδή σπάσει, τίποτα και κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει. Πρέπει να το διορθώσω μόνος μου. Αν μπορέσω. Όλες τις άλλες φορές μπόρεσα. Ίσως να το καταφέρω κι αυτή τη φορά. Ίσως όχι. Ποτέ δεν ξέρεις.

Η ψυχή μας είναι συνδεδεμένη με το σώμα μας, σαν να είναι «ραμμένη» επάνω του. Η «ραφή» ξεκινάει στο μέτωπο, εκεί που βρίσκεται το τρίτο μάτι. Κάνει μια καμπύλη μέσα στον εγκέφαλο, διαφορετική για τον καθένα και καταλήγει στη βάση του αυχένα. Μετά ακολουθεί για λίγο την σπονδυλική στήλη, ψηλά στο κύρτωμα της πλάτης, γυρίζει προς τα μπρος μπαίνει μέσα στο σώμα μας, πραγματοποιώντας πάλι μια διαδρομή διαφορετική για τον καθένα και βγαίνει μπρος, στο στήθος εκεί που βρίσκεται το ηλιακό πλέγμα. Κάνει ένα τόξο πάνω από το στομάχι μας και μπαίνει μέσα μας από τον οφαλό. Μετά κάνει άλλη μια καμπύλη, πάλι διαφορετική για τον καθένα και καταλήγει στα γεννητικά μας όργανα. Κάθε τι που μας πληγώνει ή μας αναστατώνει ψυχικά, χτυπάει τον καθένα σε φυσικό επίπεδο, κατά μήκος αυτής της ραφής.

Από τότε που πέθανα, αλλά το σώμα μου ζει, αυτή η «ραφή» δεν υπάρχει. Η ψυχή μου έφυγε και πήγε ψηλά και μακριά και ενώθηκε με αυτό που είναι αιώνιο, ατάραχο, αμέτοχο και ωστόσο νομοτελειακό, για τα πράγματα της ζωής. Η ψυχή μου έμεινε συνδεδεμένη με το σώμα μου με χορδές, που ταλαντεύονται στον αέρα και άλλες φορές κάνουν αρμονίες και άλλε δυσαρμονίες όταν χάνουν το χόρδισμά τους. Από τότε, οι σκέψεις που οι επιθυμίες, οι θυμοί και οι έρωτές μου, πάνε κατ’ ευθείαν εκεί στο αιώνιο και το ατάραχο και δημιουργούν γεγονότα, άλλες φορές καλά και άλλες θανατηφόρα, χωρίς να το θέλω. Γι αυτό προτιμώ να μην θυμώνω κυρίως. Γιατί δεν ξέρω τι θα προξενήσει. Δεν ξέρω που ανήκει η ευθύνη. Τα πρόσωπα που συναντάω έχουν σχέση με όσα περίεργα και ανεξήγητα συμβαίνουν πολλές φορές, αλλά όχι και ευθύνη.

Δεν ξέρω από που είσαι. Από την Ταϋλάνδη, ή από την Κούβα. Ή αν ήσουν μια μικρή Βιετκόνγκ που σε σκότωσα σε κάποιο βάλτο ή με σκότωσες εσύ κοιτάζοντάς με στα μάτια. Πολλά πράγματα κάνουμε κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια, άλλες φορές λέγοντας αλήθειες και άλλες φορές λέγοντας ψέματα. Όλα γίνονται στην ώρα τους και όπως πρόκειται να γίνουν και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι αυτό Απλώς το παρακολουθούμε κι αν μπορούμε να μείνουμε ατάραχοι , ακόμη καλύτερα για μας. Αλλά συνήθως δεν μπορούμε. Οι τρεις διαστάσεις και οι πέντε αισθήσεις, έχουν κι αυτές τη δύναμή τους. Ούτε εσύ ξέρεις, ούτε εγώ ξέρω πόσα και ποια από αυτά που λέγονται, ή μάλλον λεγόντουσαν -για να είμαι ακριβής- τις νύχτες συνήθως, είναι αληθινά και πόσα όχι. Θα ήταν καλό μόνο να θυμάσαι τον τρόπο που μπερδεύτηκε ο παίκτης της άμυνας, επειδή το θέλησα. Και ποια ήταν η απόσταση. Όποτε θέλω μπορώ να σε βρω. Όποτε θέλω μπορώ να σε συναντήσω. Μπορώ να πάω τη ζωή σου προς τα εδώ και μπορώ να την πάω προς τα εκεί.

You can run, but you can not hide

Αν έτσι πρόκειται να γίνει, λίγο πριν από τα μέσα του μήνα, θα πάω στο νησί. Με σκέψεις ή χωρίς σκέψεις. Ποτέ δεν ξέρεις. Θα κάτσω λίγο στον ήλιο, γιατί αυτό πεθύμησε το σώμα μου και θα κολυμπήσω στη θάλασσα και θα κοιτάω το χρώμα της. Κάποια νύχτα την ώρα που οι άλλοι θα κοιμούνται, θα φύγω και θα πάω μακριά μέσα στη νύχτα, πέρα από τη σπηλιά του προφήτη και θα βρω το άνοιγμα που δεν διακρίνεται και θα κατέβω κάτω για να μιλήσω με τους αγαπημένους νεκρούς. Και όταν θα βγω και πάλι, λίγο πριν χαράξει θα είμαι αυτό που θα είμαι από δω και πέρα. Και αυτό που θα είμαι από δω και πέρα θα είναι ή καλό ή κακό. Ποτέ δεν ξέρεις...

The Sound Of Silence -Simon And Garfunkel

Songwriters: Jenkins, Gordon Simon, Nat

Hello darkness, my old friend,
I've come to talk with you again,
Because a vision softly creeping,
Left its seeds while I was sleeping,
And the vision that was planted in my brain
Still remains
Within the sound of silence.

In restless dreams I walked alone
Narrow streets of cobblestone,
'Neath the halo of a street lamp,
I turned my collar to the cold and damp
When my eyes were stabbed by the flash of a neon light
That split the night
And touched the sound of silence.

And in the naked light I saw
Ten thousand people, maybe more.
People talking without speaking,
People hearing without listening,
People writing songs that voices never share
And no one dared
Disturb the sound of silence.

"Fools" said I, "You do not know
Silence like a cancer grows.
Hear my words that I might teach you,
Take my arms that I might reach you."
But my words like silent raindrops fell,
And echoed
In the wells of silence.

And the people bowed and prayed
To the neon god they made.
And the sign flashed out its warning,
In the words that it was forming.
And the sign said, the words of the prophets are written on the subway walls
And tenement halls.
And whisper'd in the sounds of silence."

The Sound Of Silence

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου