ποιος ακούει ότι η μια μόνη καμπάνα δεν ακούει παρά έναν ήχο

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Χάρις Αλεξίου

«Η μουσική χρειάζεται καλοσύνη. Η αγωνία τής επιτυχίας οδηγεί σε πόλεμο. Χαίρομαι τους ανθρώπους που λένε τα τραγούδια τους χωρίς την αγωνία της επιτυχίας, της πρωτιάς»

Η Χάρις μεγάλωσε. Η Χαρούλα είναι πάντα μικρή. Πως μοιάζουμε όλοι έτσι… Το ραντεβού για τη συνέντευξη ήταν στις επτά το απόγευμα στο στούντιο, όπου η Χάρις Αλεξίου κάνει πρόβες με τους μουσικούς για τις παραστάσεις της στο Παλλάς. Πήγαινα προβληματισμένη, από μέρες, δεδομένου ότι έχει ήδη μιλήσει για τον καινούργιο της δίσκο και με αφορμή τα τραγούδια του. Έφτασα τη στιγμή που η Αλεξίου και οι μουσικοί μπαίνανε στο δεύτερο μέρος του προγράμματος που πρόκειται να παρουσιάσουν. «Θέλετε να διακόψουμε για τη συνέντευξη ή θέλετε να δείτε την πρόβα και να κάνουμε τη συνέντευξη μετά» με ρώτησε. «Χαρά μου» της απαντώ ειλικρινέστατα. Είχα πράγματι την απόλαυση να τραγουδά μπροστά μου, ζωντανά, επί σχεδόν δύο ώρες η Αλεξίου. Τραγούδια σπουδαία και αγαπημένα. Από τη Ρόζα τη ναζιάρα ως την Πανσέληνo. Η αγωνία της έκδηλη. Οι επιθυμίες της καθαρές και συγκεκριμένες. «Δεν με ενδιαφέρουν τα μέτρα και οι αρμονίες, θέλω η μελωδία να παρακολουθεί το αίσθημα» λέει η Χάρις στους μουσικούς ενώ αργότερα, σε άλλο τραγούδι τους διευθύνει ως μαέστρος. Όσο κι αν μετριάζει τη φωνή της για συγκράτηση δυνάμεων, ο μοναδικός τρόπος που ερμηνεύει, το πάθος της, η αήττητη γοητεία της κάνουν τα όργανα, τις αισθήσεις και τις καρδιές να αυτοσχεδιάζουν τη μυσταγωγία τους. Η πρόβα τελειώνει. «Πολύ ωραία. Και έχουμε ακόμη δέκα μέρες» λέει πέφτοντας σχεδόν, στον καναπέ.


Δεν έχετε εμφανιστεί σε χειμερινό μουσικό χώρο για παραστάσεις επί πέντε χρόνια. Προφανώς ήταν επιλογή σας, για κάποιους λόγους. Θέλετε να μας τους πείτε;
Ήθελα να παίξω σε ένα χώρο όπου θα μπορούσα να παρουσιάσω τη δουλειά μου με τον τρόπο που θα ευχαριστούσε εμένα πια. Αυτό προέκυψε στο Παλλάς. Από τότε που έγινε το Παλλάς, ήθελα να δώσω παραστάσεις εκεί. Μετά ήρθε η δημιουργία τού νέου δίσκου και, έτσι, καθυστέρησα κι άλλο. Τώρα έφτασε η στιγμή και το κάνω με μεγάλη χαρά. Το Παλλάς είναι μια αίθουσα συναυλιών, όπως είναι το Olympia στο Παρίσι. Μια αίθουσα η οποία μπορεί να φιλοξενήσει θέατρο, χορό και μουσική. Έτσι λοιπόν είχα την υπομονή να περιμένω, γιατί για μένα έχει σημασία πλέον ένα ιδιαίτερο περιβάλλον, μια άλλη ατμόσφαιρα, η οποία δεν έχει πολλή σχέση με την κατάσταση που συνηθίζεται στη νυχτερινή διασκέδαση.

Είναι επιλογή αυτής της φάσης, όσον αφορά τα νυχτερινά μουσικά μαγαζιά, ή προτιμάτε πια μόνο τέτοιους χώρους, θέατρα ή αίθουσες συναυλιών;
Ελπίζω γενικά να αλλάξουν τα πράγματα, να βελτιωθούν οι χώροι της μουσικής –αθηναϊκής και όχι μόνο– νύχτας, των νυχτερινών μαγαζιών, όπως λέτε. Πάντως, αισθάνομαι ότι δεν θα μπορέσω να τραγουδήσω ξανά σε νυχτερινό μαγαζί. Όλα αυτά τα χρόνια που δεν εμφανιζόμουν το χειμώνα σε σκηνές, τραγούδαγα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κυρίως τα καλοκαίρια, όπου γύρισα όλα τα θέατρα εδώ, στη χώρα μας. Υπάρχουν, ξέρετε, καταπληκτικά θέατρα, μικρά και μεγάλα, παντού στην Ελλάδα, ακόμη και σε πόλεις, χωριά ή νησιά που δεν φαντάζεται κανείς.

Θα δίνατε παραστάσεις ανεξάρτητα από τον καινούργιο δίσκο;
Ναι, έτσι κι αλλιώς. Αυτό που μου αρέσει αυτήν τη φορά είναι πως το κοινό και οι συνθήκες θα είναι κάπως διαφορετικά. Ο κόσμος δεν θα έρθει για να ξενυχτήσει, να πιει κ.λπ., αλλά μόνο για να ακούσει. Ανθρώπινες ώρες και συναυλιακό κοινό.

Τι θα ακούσουμε στο Παλλάς; Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τα τραγούδια;
Κοίταζα σήμερα τους συνθέτες που έχουν προκύψει μέσα από την επιλογή των τραγουδιών. Δεν επέλεξα συνθέτες• επέλεξα τραγούδια. Μαζί με τη Λίνα Νικολακοπούλου. Είναι τραγούδια που συνήθως δεν τραγουδώ στις εμφανίσεις, αυτά που κάποιοι παραπονούνται πως δεν τα λέω. Ξέρετε, οι επιτυχίες παίρνουν τον πρώτο ρόλο και δεν αφήνουν χώρο στα υπόλοιπα τραγούδια των δίσκων, τα οποία δυστυχώς μένουν πίσω. Γενικά, ό,τι αντέχει στο χρόνο έχει μπει στο πρόγραμμα. Τραγούδια των περισσότερων συνθετών και στιχουργών που έχω τραγουδήσει σχεδόν από όλη τη διαδρομή μου.

Κάθε φορά που αγγίζετε ξανά, για κάποιο λόγο, το ρεπερτόριό σας, πώς αισθάνεστε; Υπάρχουν νέες σκέψεις ή νέα αισθήματα;
Ναι, υπάρχουν. Μπορεί να ξαναγαπήσω ένα τραγούδι που έχω καιρό να τραγουδήσω ή, αντίθετα, ένα τραγούδι που είχα εκτιμήσει πολύ μπορεί να διαπιστώσω ότι τελικά δεν αξίζει και τόσο. Υπάρχουν τραγούδια των οποίων έχει περάσει η εποχή, που δεν μπορούν να μας εκφράσουν πλέον είτε στιχουργικά είτε μουσικά. Ενώ άλλα τραγούδια είναι σαν να γράφτηκαν σήμερα. Για παράδειγμα, η Κολόνια του Θάνου Μικρούτσικου και της Λίνας Νικολακοπούλου, αν και στην εποχή της έγινε σύνθημα, κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια, μέχρι και τίτλο σε εφημερίδα το είδα, το κείμενό του, η γλώσσα του, ο λόγος του δεν μου ήταν τότε οικεία• ενώ τώρα απολύτως. Εκεί εκτιμάς και το στιχουργό, το δημιουργό ο οποίος γράφει πριν από μας για μας. Επίσης, ακούω κάποιες άλλες φορές τον τρόπο με τον οποίο έχω τραγουδήσει ορισμένα τραγούδια και βρίσκω ότι είναι πολύ συγκινητικός, υπερβολικός, δεν μου αρέσει. Παλαιότερα βάζαμε πολύ πάθος στην ερμηνεία, για να δείξουμε τις φωνητικές μας δυνατότητες. Πλέον τον βρίσκω υπερτονισμένο αυτό τον τρόπο ερμηνείας, αν και αγαπάω το παρελθόν μου όπως ακριβώς είναι.

Η πορεία σας δείχνει πως, από τη μια, παρακολουθείτε την εποχή, ενώ, από την άλλη, υπακούετε μόνο στις εσωτερικές και στις καλλιτεχνικές σας ανάγκες. Άλλοι σας θέλουν λαϊκή, άλλοι έντεχνη, άλλοι τραγουδίστρια, άλλοι δημιουργό, ενώ εσείς καταφέρνετε να τους αιφνιδιάζετε όλους. Δεν θα θέλατε να περιοριστείτε κάπου;
Δεν είμαι μονοδιάστατη ως ψυχισμός. Είμαι αντιφατικός άνθρωπος, μου αρέσουν διαφορετικά πράγματα. Μπορεί να ακούω κλαρίνο και να κλαίω, να ακούω ένα κομμάτι του Σοπέν και να λέω «εδώ είμαστε», ένα ροκ και να συγκλονίζομαι. Αγαπάω διαφορετικά πράγματα και περνάνε από μέσα μου –τα ευλογημένα– όλα. Άσχετα από τι μπορώ εγώ να τραγουδήσω. Έτσι, δεν θα μπορούσα να είμαι αφοσιωμένη σε ένα μόνο είδος τραγουδιού. Έχω αναρωτηθεί –η αλήθεια είναι– πολλές φορές. Όταν ακούω, για παράδειγμα, έναν τραγουδιστή που λέει μόνο παραδοσιακά τραγούδια, σμυρναίικα, τον θαυμάζω, τον ζηλεύω κι αναρωτιέμαι γιατί δεν το κάνω κι εγώ. Ξέρω όμως ότι εγώ δεν θα μπορούσα. Από την άλλη, βέβαια, κάθε είδος μουσικής είναι και ένας τόπος. Δεν μπορείς να τα μπλέκεις όλα, ειδικά σε ένα πρόγραμμα. Γίνεται πολύ βαριετέ. Κάποια στιγμή, πάντως, θέλω να κάνω μια θεματική δουλειά μόνο με παραδοσιακά. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τα τραγουδήσω τόσο καλά όσο τα τραγουδούσα παλιά. Άκουγα στην τηλεόραση προχθές την Κατερίνα Παπαδοπούλου, μια καταπληκτική τραγουδίστρια παραδοσιακών, και δάκρυσα. Υπάρχουν αρκετά νέα παιδιά, ευτυχώς, που αγαπούν και τραγουδούν πολύ συγκινητικά τα παραδοσιακά. Όπως ο Παναγιώτης Λάλεζας. Σημασία έχει εν τέλει ότι υπάρχουν νέα παιδιά, πολύ καλές φωνές που υποστηρίζουν άξια όλα τα είδη του ελληνικού τραγουδιού. Δεν χρειάζεται να τα λέω όλα εγώ. Υπάρχει βέβαια και το ξελόγιασμα. Όπως και να ’χει, είμαι ένα κορίτσι που ήρθε από την επαρχία οκτώ χρονών και μεγάλωσε στην Αθήνα με τη νέα μουσική του ’60 και του ’70.

Υπάρχει πάντως χρόνια μια ολόκληρη δημόσια συζήτηση για το τι θα έπρεπε να τραγουδάτε.
Ναι, την ξέρω αυτή τη συζήτηση. Μιλάνε για τραγούδια που ξέρουν ότι μπορώ να τραγουδήσω καλά, όπως τα λαϊκά. Στη ζωή όμως παίρνεις ένα δρόμο και δεν ξέρεις πού σε βγάζει. Δεν κάνω τίποτα επίτηδες. Είμαι ελεύθερη μέσα στο δρόμο μου και δεν φοβάμαι ποτέ μην κάνω λάθος. Μπορεί να έχω ακολουθήσει ενδεχομένως κάποια στιγμή στραβή κατεύθυνση, όμως κάτι με οδήγησε εκεί. Έτσι το αντιμετωπίζω. Δεν θέλω να το σταματάω αυτό, ούτε να το κρίνω, γιατί έτσι κρατιέμαι νέα και ζωντανή, δεν βαριέμαι.

Λαμβάνετε υπόψη τις κριτικές των δημοσιογράφων ή των άλλων ειδικών;
Ναι, βεβαίως. Όταν κάνουμε ένα δίσκο, ξέρουμε συνήθως και εμείς οι ίδιοι οι καλλιτέχνες πού έχουμε κενά ή ελλείψεις. Κάποιοι τα αντιλαμβάνονται και τα καταλαβαίνουν• μας τσακώνουν κοινώς. Άρα δεν μπορεί παρά να γίνονται δεκτοί. Αλλά υπάρχουν και κριτικές περίεργες. Μου έχει τύχει να διαβάσω κριτικές τις οποίες δεν καταλαβαίνω. Δεν αντιλαμβάνομαι τι θέλει να πει ο άνθρωπος, τι ζητάει από μένα και πώς με κρίνει. Γενικά, είναι καλό να μας ελέγχουν, όχι μόνο να μας χαϊδεύουν και να μας χειροκροτάνε. Μπορεί κάτι να μας πειράξει, να μας στεναχωρήσει, να αισθανόμαστε ότι μας αδικούν, αλλά δεν πειράζει• επί της ουσίας μάς κάνει καλό. Εάν βέβαια εσύ είσαι καλά με τον εαυτό σου και με αυτά που κάνεις.

Γιατί κατά τη γνώμη σας δεν βγαίνουν σήμερα λαϊκοί δίσκοι; Σας ρωτάω, επειδή εσείς ειδικά, τα πρώτα χρόνια, αγαπήσατε και στηρίξατε το λαϊκό τραγούδι.
Γιατί, δεν υπάρχει ο Μάλαμας; Τα τραγούδια του Μάλαμα είναι καθαρά λαϊκά σύγχρονα τραγούδια. Αλλάζουν τα πράγματα. Υπάρχουν άνθρωποι που λένε λαϊκά τραγούδια, οι οποίοι δεν είναι καθόλου λαϊκοί, ακολουθούν απλώς τη φόρμα του λαϊκού, αλλά η φωτιά, η φλόγα τού αυθεντικού λαϊκού δεν υπάρχει. Γίνεται με το ζόρι. Σημασία έχει να γράφονται ωραία τραγούδια, εμπνευσμένα, με ωραίες μελωδίες, καλούς στίχους, που να ακουμπάνε τις ψυχές των ανθρώπων• κι ας μην είναι ζεϊμπέκικα ή χασάπικα, δεν πειράζει. Αν υπάρξει ανάγκη να γραφτεί ένα ζεϊμπέκικο, θα γραφτεί. Και βέβαια, ποιος μπορεί να ξεπεράσει τα μεγαθήρια του λαϊκού τραγουδιού; Ποιος μπορεί να γράψει κάτι καλύτερο από τον Τσιτσάνη; Ακόμη ζούμε και εκφραζόμαστε με αυτούς τους παλιούς λαϊκούς δημιουργούς. Τα τραγούδια τους είναι ακόμη ζωντανά, τα τραγουδάμε, προχωράμε με αυτά.

Είστε η πρώτη Ελληνίδα τραγουδίστρια σε πωλήσεις δίσκων. Σήμερα, που ο δίσκος ως προϊόν περνάει τη σοβαρότερη ίσως κρίση του, παρότι τον υποστηρίζετε με πάθος, αισθάνεστε ότι ο κύκλος αυτός κλείνει;
Έτσι λένε. Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στα νέα πράγματα, στη νέα εποχή και σε όσα αυτή φέρνει. Εξάλλου, δεν ακούμε πλέον στο εξής με τον ίδιο τρόπο όπως παλιά. Κάποτε δεν υπήρχαν καν δίσκοι, ακούγαμε ζωντανά τα τραγούδια. Δεν με απασχολεί σε ποια μορφή θα ακούγονται τα τραγούδια. Απλώς κάθε εποχή που αλλάζει αφήνει και μια πίκρα για ό,τι χάνεται. Δεν θέλω, ας πούμε, να κλείσουν τα δισκάδικα. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος γύρω από αυτά, είναι ένα κομμάτι του πολιτισμού μας. Δεν θέλω να χαθεί. Είναι πολύ εύκολο να φεύγει το τραγούδι από το στούντιο και να φτάνει ηλεκτρονικά στον κόσμο• αλλά… Δεν μου αρέσει, ας πούμε, που αναγκαζόμαστε οι καλλιτέχνες να δίνουμε τους δίσκους μας σε εφημερίδες. Δεν μου αρέσει και δεν θα ήθελα να το κάνω. Δεν είναι δουλειά των εφημερίδων να δίνουν δίσκους. Οι εφημερίδες –πάλι– δεν το κάνουν από αγάπη στο τραγούδι, αλλά επειδή τις βοηθά στις χαμηλές πωλήσεις τους. Οι δισκογραφικές εταιρείες, με τη σειρά τους, βολεύονται, εξυπηρετούνται με αυτόν τον τρόπο. Όταν αυτό θα εξαντληθεί, δεν ξέρω τι θα γίνει…

Υπάρχει κάποιο απραγματοποίητο ακόμη καλλιτεχνικό όνειρο;
Δεν νομίζω. Δεν ονειρεύομαι γεγονότα. Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που δεν έχω κάνει και θα τα ήθελα, όπως να πω παιδικά τραγούδια, νανουρίσματα. Εξάλλου είναι τόσα τα πράγματα που μπορείς να κάνεις μέσα στο τραγούδι• και βέβαια δεν μπορείς να τα κάνεις όλα. Γενικά δεν κάνω όνειρα. Μου αρέσει να ζω το εδώ και το τώρα. Να απολαμβάνω τη μουσική και να δίνω ό,τι καλύτερο έχω κάθε φορά. Θέλω να μπορώ να καταλαβαίνω την ποιότητα των πραγμάτων, να έχω το μυαλό και την αισθητική να επιλέγω. Η μουσική χρειάζεται καλοσύνη. Η αγωνία τής επιτυχίας οδηγεί σε πόλεμο. Χαίρομαι τους ανθρώπους που λένε τα τραγούδια τους χωρίς την αγωνία της επιτυχίας, της πρωτιάς. Θα ήθελα, αφήστε το…

Τι θα θέλατε;
Θα ήθελα κάποια μέρα να γίνω ξανά μικρή και αθώα. Αλλά δεν γίνονται θαύματα.

Δύσκολα επιστρέφει η αθωότητα;
Δεν επιστρέφει δυστυχώς η αθωότητα και, όταν επιστρέφει, δεν είναι πια αθωότητα.

Για το νέο δίσκο σας είπατε, μεταξύ άλλων: «Το άλμπουμ ξεκίνησε από μαύρο για να βγει άσπρο. Τώρα, αν δεν βγήκε άσπρο, δεν μπορώ να πω ότι με πειράζει. Δεν μπορώ να βλέπω παντού γύρω μου μόνο χαμόγελα και ευτυχισμένους ανθρώπους». Πιστεύετε ότι η εποχή μας είναι καταθλιπτική•

βλέποντας τη ζωή σήμερα μελαγχολείτε;
Πρέπει να εξηγήσω κάτι, με την ευκαιρία, γιατί κάποιοι με κρίνανε καταλαβαίνοντας άλλα. Δεν σχολίασα ποτέ τους χαρούμενους ανθρώπους. Είπα πως δεν είναι ανάγκη να δείχνουμε με το ζόρι χαρούμενοι, ενώ δεν είμαστε. Αυτό το ψεύτικο, που σου υποχρεώνει η σύγχρονη εποχή, τη μάσκα. Κι επειδή και το έντεχνο έχει χαρακτηριστεί σκοτεινό, σαν ρετσινιά, λέω ας παραδεχτούμε ότι είμαστε σκοτεινοί. Όταν δεχτούμε το σκοτάδι μας, τότε θα μπει και φως. Εν προκειμένω, έκανα μια δουλειά η οποία είναι αυτή, για μένα είναι εν τέλει φωτεινή. Όποιος, εν τω μεταξύ, μπορεί να κάνει χαρούμενα τραγούδια, ας τα κάνει.

Πώς αισθάνεστε που στο Μεγάλωσα συναντιούνται διαφορετικές γενιές, μεγάλοι αλλά και μικροί; Το φανταζόσασταν;
Δεν το περίμενα, αν και το πρώτο σήμα μου το έδωσε ο γιος μου. Νόμιζα ότι πέρα από μένα, ίσως αφορά τους πενηντάρηδες. Ο γιος μου, είκοσι επτά χρονών, όταν το άκουσε πρώτος μού είπε ότι κάπως έτσι αισθάνεται κι αυτός. Ήταν ένας χείμαρρος αυτό το τραγούδι, έτσι εκδηλώθηκε.

Λέτε επίσης πως, όταν αποφασίζουμε να εκτεθούμε στον κόσμο, τελικά βγαίνουμε κερδισμένοι. Εσείς τι έχετε κερδίσει μέχρι στιγμής από την πράγματι έντονη και τολμηρή έκθεση του εαυτού σας;
Ένα βήμα προς την ελευθερία και την αυτοεκτίμησή μου. Να μη με νοιάζει αν κάποιος δει αρνητικά αυτό που σκέφτομαι ή κάνω. Οι φόρμες και οι κανόνες, που μας έχουν αναγκάσει να ακολουθούμε, μας περιορίζουν, μας ευνουχίζουν, μας δυστυχούν. Μακάρι να συνεχίσω έτσι.

Η αλήθεια είναι πως εκτίθεστε χωρίς κόμπλεξ, πολλά χρόνια τώρα. Οι στίχοι σας ήταν πάντα εξομολογητικοί και πολύ γήινοι, συχνά βαθιά κοινωνικοί. Η μπαλάντα της Ιφιγένειας, πρώτη και καλύτερη.
Η μπαλάντα της Ιφιγένειας γράφτηκε το 1980. Ναι, τότε την έγραψα. Δεν ξέρω πώς φαίνονται οι στίχοι μου. Είμαι αναρχική σαν σκέψη και ψυχή. Είμαι πολύ σκληρή και πολύ τρυφερή, έχω στιγμές υψηλής αισθητικής αλλά και πολύ χαμηλής. Δεν είμαι άνθρωπος συγκεκριμένης νόρμας. Είμαι απρόβλεπτη και αυτό αρχίζω να το αγαπώ πια, έστω και αργά.

Εκτός των άλλων, είστε μια ποιήτρια που παλεύετε χρόνια με τους δικούς σας δαίμονες: μοναξιά, έρωτας, κοινωνία.
Αν απαντούσα ως ποιήτρια, θα ήμουν πολύ μεγάλο ψώνιο. Από την εποχή που άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου ένιωσα ότι έχτιζα έναν ιδιαίτερο κόσμο γύρω μου, έναν παράλληλο ποιητικό κόσμο. Δεν ξέρω ποιες συνθήκες τον γέννησαν. Είχα πάντως μεγάλη ανάγκη τον ποιητικό τρόπο αντίληψης και έκφρασης. Ίσως η ποίηση γίνεται ασπίδα στις σκληρές συνθήκες με τις οποίες μεγαλώνουμε. Ταυτόχρονα, με επηρέασαν πάρα πολύ οι ποιητές. Δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος που απομνημόνευα ποιήματα ή στίχους, ωστόσο βυθιζόμουν σε αυτά. Η ελληνική ποίηση έχει περάσει μέσα μου. Από τον Καβάφη μέχρι τη Δημουλά, οι ποιητές με έχουν χαράξει. Από ό,τι γράφω δεν είναι τίποτα δικό μου. Είναι αυτά που έχω πάρει από τους άλλους. Δεν τα γέννησα εγώ, κάποιοι μου δίδαξαν να τα δημιουργώ.

Από την Μπαλάντα της Ιφιγένειας ως το Μεγάλωσα, τι έχει μείνει ίδιο και τι άλλαξε; Ποιο νήμα τα συνδέει;
Τριάντα χρόνια μετά, η Ιφιγένεια είναι ίδια, λίγο πιο μεγάλη. Άραγε, ποιες στιγμές και γιατί διαλέγουμε να τις κάνουμε τραγούδια;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου